- ἐπιστατική
- ἐπιστατικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστατικός — ή, ό (AM ἐπιστατικός, ή, όν) [επιστάτης] νεοελλ. φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους αρχ. μσν. ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek